ὀλιγοπράγμων

ὀλιγοπράγμων
ὀλῐγο-πράγμων, ον, gen. ονος,
A averse to business, retiring, opp. πολυπράγμων, ibid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολιγοπράγμων — ον, αρσ. και ολιγοπράγμονας (Α ὀλιγοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με λίγα πράγματα νεοελλ. αυτός που δεν έχει ενδιαφέροντα και φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοπράγμονα — ὀλιγοπράγμων averse to business neut nom/voc/acc pl ὀλιγοπράγμων averse to business masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοπραγμοσύνη — η (Α ὀλιγοπραγμοσύνη) [ολιγοπράγμων] 1. ενασχόληση με λίγα πράγματα 2. αδράνεια νεοελλ. έλλειψη φιλοδοξιών και ενδιαφερόντων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”